προσεξέχομαι

προσεξέχομαι
Α [ἐξέρχομαι]
1. εξέρχομαι για να συναντήσω κάποιον («λόγος προσεξέρχεται ὑπαντησόμενος», Φίλ.)
2. απέρχομαι επίσης («τὸν ἐν πορείᾳ προσεξελθόντα», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”